γραμμικός

γραμμικός
Στην αλγεβρική ανάλυση ο όρος χαρακτηρίζει κάθε έκφραση, που έχει τη μορφή πολυωνύμου πρώτου βαθμού με μία ή περισσότερες μεταβλητές. Συνεκδοχικά κάθε εξίσωση 1ου βαθμού με έναν άγνωστο ονομάζεται γραμμική. Έτσι η 3x + 1 = 0 είναι μία γ. εξίσωση. Ανάλογα, ονομάζεται γ. σύστημα κάθε σύστημα από πρωτοβάθμιες εξισώσεις (το πλήθος των αγνώστων είναι, γενικά, διάφορο από το πλήθος των εξισώσεων). Γ. σύστημα αλγεβρικών επιπέδων καμπύλων ονομάζεται κάθε σύνολο αλγεβρικών επίπεδων καμπύλων του ίδιου βαθμού, που εξαρτώνται από μία ή περισσότερες παραμέτρους. Ειδικότερα, στην περίπτωση μιας παραμέτρου το σύστημα ονομάζεται δέσμη, ενώ στην περίπτωση περισσότερων παραμέτρων το σύστημα ονομάζεται δίκτυο. Έτσι: x2 + ψ2 + kx – ψ + 2k = 0 είναι μία δέσμη περιφερειών, ενώ x2 – αψ2 + αxψ – βx + 2βψ – 1 = 0 είναι ένα δίκτυο κωνικών τομών. Αναλόγως, ονομάζεται σύστημα αλγεβρικών επιφανειών του χώρου κάθε σύνολο αλγεβρικών επιφανειών του ίδιου βαθμού, που εξαρτώνται από μία ή περισσότερες παραμέτρους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γραμμικός — linear masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με τις γραμμές, φτιαγμένος με γραμμές: Γραμμικό σχέδιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμικός μετασχηματισμός — Ένα σύστημα n γραμμικών εξισώσεωνα με συντελεστές αik αντιστοιχεί σε κάθε σύνολο ποσοτήτων x1, x2, ...., xn ένα σύνολο ποσοτήτων y1, y2, ...., yn. Η αντιστοιχία αυτή λέγεται γ.μ. του συνόλου x1,x2, ..., xn στο σύνολο y1, y2,...... yn ή, εν… …   Dictionary of Greek

  • γραμμικός τελεστής — Τελεστής Α που έχει την ιδιότητα της γραμμικότητας: A [f(x)+g(x)]= =Af(x)+Ag(x) και για τον οποίο ισχύει: A [cf(x)] = cΑf(x), όπου c μία εν γένει μιγαδική σταθερά. Ο γ.τ. αποτελεί γενίκευση της έννοιας του γραμμικού μετασχηματισμού για… …   Dictionary of Greek

  • γραμμικά — γραμμικός linear neut nom/voc/acc pl γραμμικά̱ , γραμμικός linear fem nom/voc/acc dual γραμμικά̱ , γραμμικός linear fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμικώτερον — γραμμικός linear adverbial comp γραμμικός linear masc acc comp sg γραμμικός linear neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμικῶν — γραμμικός linear fem gen pl γραμμικός linear masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμικόν — γραμμικός linear masc acc sg γραμμικός linear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυτταρίνη — Γραμμικός πολυσακχαρίτης ο οποίος αποτελείται από μόρια γλυκόζης, ενωμένα μεταξύ τους με β γλυκοζιτικό δεσμό. Συναντάται σε μεγάλη αφθονία στη φύση, όπου συνιστά περίπου το ένα τρίτο ολόκληρης της φυτικής ύλης. Συγκεκριμένα αποτελεί το κύριο… …   Dictionary of Greek

  • γραμμικαῖς — γραμμικός linear fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”